- σκανδαλοθηρία
- η, Ν [σκανδαλοθήρας]το κυνήγι τών σκανδάλων, η επίμονη αναζήτηση σκανδάλων και η αποκάλυψή τους, η υπερβολική ενασχόληση με κάθε είδους σκάνδαλα, πραγματικά ή και φανταστικά, η μεγαλοποίηση και η κατά κόρον δημοσιοποίησή τους, ιδίως με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Dictionary of Greek. 2013.